Παθήσεις του Αναπνευστικού

Οι κύριες λοιμώξεις περιλαμβάνουν:

ΟΞΕΙΑ ΒΡΟΓΧIΤΙΔΑ ΚΑΙ ΒΡΟΓΧΙΟΛIΤΙΔΑ

Η οξεία βρογχίτιδα αποτελεί βραχεία λοίμωξη των αεραγωγών που επηρεάζει 30-50 άτομα σε κάθε 1.000 κάθε έτος.

Η βρογχιολίτιδα αποτελεί λοίμωξη των κατώτερων αεραγωγών η οποία επηρεάζει βρέφη και νήπια μικρότερα της ηλικίας των 2 ετών. Πρόκειται για την πιο κοινή αιτία εισαγωγής σε νοσοκομεία για βρέφη ηλικίας κάτω του 1 έτους.

ΓΡIΠΗ

Η γρίπη εμφανίζεται σε ετήσιες επιδημίες και περιστασιακά πανδημίες, όπου η έξαρσή της καλύπτει μια ακόμα μεγαλύτερη γεωγραφική περιοχή. Οι πιο σοβαρές μορφές της λοίμωξης αυτής εμφανίζονται σε ανθρώπους ηλικίας άνω των 65 ετών, παιδιά ηλικίας κάτω των 2 ετών και άτομα κάθε ηλικίας με συγκεκριμένες προϋπάρχουσες ιατρικές παθήσεις.  Υπάρχουν αρκετές υποκρύπτουσες συνθήκες που θα μπορούσαν να αυξήσουν τον κίνδυνο νοσηλείας λόγω γρίπης. Μεταξύ αυτών είναι ο διαβήτης, καρδιακές, πνευμονικές και νευρολογικές νόσοι, καθώς επίσης το άσθμα.

ΠΝΕΥΜΟΝIΑ

Η πνευμονία αποτελεί λοίμωξη του πνεύμονα, και την πιο συχνή αιτία θανάτου λόγω λοίμωξης σε Ευρώπη και ΗΠΑ.  Προκαλεί συμπτώματα για 3-4 εβδομάδες και είναι πιο κοινή σε πολύ νεαρά παιδιά και ηλικιωμένους ενήλικες. Υπάρχουν τρεις τύποι πνευμονίας:

  • Πνευμονία της κοινότητας (CAP), από την οποία μολύνεται κάποιος μέσω επαφής με τη λοίμωξη στην καθημερινή ζωή
  • Νοσοκομειακή πνευμονία, από την οποία μολύνεται κάποιος έπειτα από κάποια χρονική περίοδο στο νοσοκομείο
  • Πνευμονία του αναπνευστήρα (VAP), η οποία προκύπτει έπειτα από διαδικασία η οποία ονομάζεται ενδοτραχειακή διασωλήνωση, όταν εισάγεται σωλήνας στην τραχεία για να βοηθήσει ένα άτομο να αναπνεύσει

 

Συμπτώματα

ΟΞΕΙΑ ΒΡΟΓΧIΤΙΔΑ ΚΑΙ ΒΡΟΓΧΙΟΛIΤΙΔΑ

Το κύριο σύμπτωμα της οξείας βρογχίτιδας είναι ο βήχας που δεν μπορεί να εξηγηθεί από μια υπάρχουσα μακροχρόνια πάθηση των πνευμόνων.

Η βρογχιολίτιδα προκαλεί σε μωρά και νήπια παρατεταμένα συμπτώματα συριγμού και βήχα, τα οποία διαρκούν εβδομάδες ακόμα και μήνες μετά την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων.

ΓΡIΠΗ

Η συνήθης μορφή γρίπης μπορεί να οδηγήσει σε συμπτώματα όπως πυρετό, μυϊκούς πόνους, πονοκέφαλο, βήχα, πονόλαιμο και ρινική συμφόρηση. Σε περίπτωση που η λοίμωξη είναι πιο σοβαρή, μπορεί να οδηγήσει σε πνευμονία.

ΠΝΕΥΜΟΝIΑ

Όσοι πάσχουν από πνευμονία παρουσιάζουν βήχα σε συνδυασμό με άλλα συμπτώματα, όπως πυρετό ή δύσπνοια χωρίς προφανή αιτία.

 

Αιτίες

Οι λοιμώξεις προκαλούνται από μικρο-οργανισμούς, γνωστοί ως βακτήρια ή ιοί. Μας περιβάλλουν εκατομμύρια οργανισμοί.

Οι ιοί μεταφέρονται σε μικροσκοπικά σταγονίδια και διαδίδονται μεταξύ των ανθρώπων όταν βήχει ή φτερνίζεται κάποιος που φέρει τον ιό. Τα άτομα που μολύνονται παράγουν αντισώματα για να καταπολεμήσουν τον ιό. Μόλις καταπολεμήσουν αυτό το στέλεχος, θα μπορούν να το αντιμετωπίσουν εάν μολυνθούν ξανά. Συν τω χρόνω, ο ιός μπορεί να αλλάξει σε διάφορες μορφές, το οποίο σημαίνει πως ο οργανισμός ίσως να μην έχει τα σωστά αντισώματα για να τον καταπολεμήσει ξανά.

ΟΞΕΙΑ ΒΡΟΓΧIΤΙΔΑ ΚΑΙ ΒΡΟΓΧΙΟΛIΤΙΔΑ

Το 90% σχεδόν των κρουσμάτων οξείας βρογχίτιδας σχετίζεται με ιούς όπως η γρίπη και ο ρινοϊός. Λιγότερο από 10% σχετίζεται με βακτήρια.

Η βρογχιολίτιδα προκαλείται πιο συχνά από τον αναπνευστικό συγκυτιακό ιό (RSV) σε νήπια και βρέφη.

ΓΡIΠΗ

Υπάρχουν τρεις ιοί γρίπης, οι A, B και C. O ιός Α έχει το μεγαλύτερο αντίκτυπο, ο Β προκαλεί λιγότερο σοβαρή ασθένεια και ο C δεν προκαλεί καμία ασθένεια στους ανθρώπους.

Όταν αναπτύσσεται ένα νέο στέλεχος στο οποίο οι άνθρωποι δεν έχουν καμία αντίσταση, δύναται να εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο.  Αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια της επιδημίας της ‘γρίπης των χοίρων το 2009.

ΠΝΕΥΜΟΝIΑ

Η πιο κοινή αιτία πνευμονίας σε ενήλικες είναι ένα βακτήριο που ονομάζεται Στρεπτόκοκκος πνευμονίας. Οι ιοί μπορούν και αυτοί να προκαλέσουν πνευμονία, συνηθέστερα ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV) σε μικρά παιδιά, και μερικές φορές η γρίπη.  Η νοσοκομειακή πνευμονία προκαλείται από τα μικρόβια ενός νοσοκομείου, ενώ η πνευμονία της κοινότητας προκαλείται από διάφορα μικρόβια σε μία κοινότητα.

 

Πρόληψη

Ο καλύτερος τρόπος για πρόληψη των λοιμώξεων είναι μέσω εμβολιασμών. Ο εμβολιασμός κατά της πνευμονίας και της γρίπης πραγματοποιείται συνήθως σε ομάδες όπως οι ηλικιωμένοι ή οι πολύ νέοι, οι οποίοι διατρέχουν το μεγαλύτερο κίνδυνο, προστατεύοντάς τους από τις ασθένειες. Επί του παρόντος δεν υπάρχει διαθέσιμο εμβόλιο για τον αναπνευστικό συγκυτιακό ιό (RSV), ωστόσο έρευνα που βρίσκεται σε εξέλιξη εξετάζει την ανάπτυξη αυτού.

 

Διάγνωση και θεραπεία

Ένας τρόπος για τη θεραπεία μιας λοίμωξης είναι μέσω φαρμάκων, γνωστά ως αντιβιοτικά.  Τα αντιβιοτικά πρέπει να συνταγογραφούνται μόνο όταν είναι απαραίτητο, διαφορετικά ενδέχεται να αναπτυχθεί αντίσταση στα αντιβιοτικά.

Η αντίσταση στα αντιβιοτικά προκύπτει όταν ένα βακτήριο εκτίθεται τακτικά στο ίδιο φάρμακο με την πάροδο του χρόνου και τελικά μεταλλάσσεται και αναπτύσσει αντίσταση στο συγκεκριμένο φάρμακο. Η άσκοπη χρήση αντιβιοτικών για τη θεραπεία ήπιων ασθενειών επιταχύνει το πρόβλημα της αντίστασης στα αντιβιοτικά, σε σύγκριση με τις περιπτώσεις που τα φάρμακα χρησιμοποιούνται μόνο σε σοβαρά περιστατικά.

ΟΞΕΙΑ ΒΡΟΓΧIΤΙΔΑ ΚΑΙ ΒΡΟΓΧΙΟΛIΤΙΔΑ

Τα άτομα που πιστεύουν ότι πάσχουν από βρογχίτιδα δεν χρειάζεται να επισκεφθούν ιατρό για τη διάγνωση, εκτός και αντιμετωπίζουν σοβαρά ή εμμένοντα συμπτώματα. Οι περισσότερες περιπτώσεις οξείας βρογχίτιδας δεν χρειάζονται φάρμακα για τη θεραπεία τους, ενώ τα συμπτώματα μπορούν να αντιμετωπιστούν στο σπίτι με ξεκούραση και κατανάλωση υγρών. Τα αντιβιοτικά δεν έχουν καμία επίδραση στους ιούς, και συνεπώς δεν συνταγογραφούνται για τη θεραπεία οξείας βρογχίτιδας.

Η διάγνωση της βρογχιολίτιδας γίνεται μέσω παρακολούθησης των συμπτωμάτων και ανάλυσης της αναπνοής ενός παιδιού.  Τα μωρά που έχουν μολυνθεί με τον αναπνευστικό συγκυτιακό ιό (RSV) συνήθως χρειάζονται υποστηρικτική φροντίδα, όχι όμως φαρμακευτική αγωγή. Σε εξαιρετικά ακραίες περιπτώσεις, τους χορηγούνται αντι-ιικά φάρμακα.

ΓΡIΠΗ

Τα άτομα που είναι σε φόρμα και υγιή δεν χρειάζεται να επισκεφθούν γιατρό για τη διάγνωση της γρίπης. Υπάρχει συνήθως η δυνατότητα θεραπείας των συμπτωμάτων της γρίπης στο σπίτι με ξεκούραση και κατανάλωση άφθονου νερού. Τα αντι-ιικά φάρμακα χρησιμοποιούνται επίσης για τη θεραπεία της γρίπης σε άτομα που διατρέχουν κίνδυνο για άλλες επιπλοκές. Ο γιατρός θα διαγνώσει τη γρίπη βάσει των συμπτωμάτων και του ιατρικού ιστορικού ώστε να αποφανθεί εάν το άτομο αυτό βρίσκεται σε κίνδυνο.

ΠΝΕΥΜΟΝIΑ

Μια ακτινογραφία μπορεί να φανεί χρήσιμη για να εξεταστεί αν υπάρχει πνευμονία, ενώ ενδέχεται να δείξει κάποια σκιά στους πνεύμονες εάν υπάρχει λοίμωξη. Τα αντιβιοτικά χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της πνευμονίας, ενώ πρέπει να χρησιμοποιηθούν διάφορες προσεγγίσεις σύμφωνα με τον κίνδυνο του ατόμου και τη σοβαρότητα της ασθένειας.

Νίκος Καρατζάς | Πνευμονολόγος

Η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) αποτελεί μακροχρόνια ασθένεια η οποία προκαλεί φλεγμονή στους πνεύμονες, σε κατεστραμμένο ιστό των πνευμόνων και στένωση των αεραγωγών, καθιστώντας δύσκολη την αναπνοή.

Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τύποι της ασθένειας, αν και γνωρίζουμε λίγα σχετικά με το τι προκαλεί αυτή την παραλλαγή και ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για τη διαχείριση διαφορετικών μορφών της νόσου.

 

Συμπτώματα

Τα συμπτώματα της ΧΑΠ είναι η δύσπνοια και ο χρόνιος βήχας, με ή χωρίς φλέγμα. Ενδέχεται να προκύψει κόπωση, ανορεξία και απώλεια βάρους με την πάροδο του χρόνου.   Ένα βασικό χαρακτηριστικό της ασθένειας είναι οι περίοδοι επιδείνωσης των συμπτωμάτων, γνωστές ως εξάρσεις. Αυτό μπορεί να προκληθεί από λοιμώξεις ή έκθεση σε υψηλή ατμοσφαιρική ρύπανση. Τα συμπτώματα της ΧΑΠ επιδεινώνονται με το πέρασμα του χρόνου και οι εξάρσεις δύναται να επιταχύνουν τη μείωση αυτή.

Τα άτομα με ΧΑΠ υποφέρουν συχνά από άλλες ασθένειες, γνωστές ως συννοσηρότητες. Οι ασθένειες αυτές ενδέχεται να έχουν παρόμοιους παράγοντες κινδύνου, όπως το κάπνισμα, και συχνά συμβάλλουν στην σοβαρότητα της ασθένειας.

Οι πιο κοινές ασθένειες που προκύπτουν παράλληλα με ΧΑΠ περιλαμβάνουν καρδιακές παθήσεις, άγχος και κατάθλιψη, οστεοπόρωση, γαστρο-οισοφαγική παλινδρόμηση, δυσλειτουργία σκελετικών μυών, αναιμία, καρκίνο του πνεύμονα, διαβήτη και μεταβολικό σύνδρομο.

 

Αιτίες

Η ΧΑΠ προκαλείται από παράγοντες που επιφέρουν φλεγμονή στους πνεύμονες. Περιλαμβάνουν τα εξής:

ΚΑΠΝO ΤΣΙΓAΡΟΥ

Αυτός είναι ο κύριος παράγοντας κινδύνου για τη ΧΑΠ. Περίπου 40-50% των δια βίου καπνιστών θα εμφανίσουν ΧΑΠ, σε σύγκριση με το 10% των ανθρώπων που δεν έχουν καπνίσει ποτέ.  Δεν πρόκειται να εμφανίσουν όλοι οι καπνιστές την ασθένεια, το οποίο υποδηλώνει ότι η γενετική διαδραματίζει και αυτή κάποιο ρόλο στο αν είναι κάποια άτομα πιο ευαίσθητα από άλλα.

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚH EΚΘΕΣΗ

Περίπου το  15-20% των περιπτώσεων ΧΑΠ σχετίζονται με έκθεση σε επαγγελματική σκόνη, χημικές ουσίες, ατμούς ή άλλους αέριους ρύπους στο χώρο εργασίας τα οποία μπορούν να προκαλέσουν ΧΑΠ. Ανακαλύψτε περισσότερα για τους επαγγελματικούς παράγοντες κινδύνου.

ΕΞΩΤΕΡΙΚH ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚH ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚH ΡΥΠΑΝΣΗ

Τα άτομα με ΧΑΠ έχουν υψηλό κίνδυνο επιδείνωσης των συμπτωμάτων τους όταν υπάρχουν υψηλά επίπεδα εξωτερικής ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Η εσωτερική ατμοσφαιρική ρύπανση από τη χρήση καυσίμων βιομάζας για μαγείρεμα και θέρμανση αποτελεί και αυτή παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη ΧΑΠ. Ανακαλύψτε περισσότερα για την εξωτερική και εσωτερική ατμοσφαιρική ρύπανση.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚH ΚΑΤAΣΤΑΣΗ

Έρευνα έχει δείξει ότι ο κίνδυνος ανάπτυξης ΧΑΠ σχετίζεται με χαμηλότερα μορφωτικά και εισοδηματικά επίπεδα. Ειδικοί πιστεύουν ότι αυτό οφείλεται σε παράγοντες όπως η διατροφή, ο υπερπληθυσμός και η ατμοσφαιρική ρύπανση.

ΠΡΩΤΑ ΧΡOΝΙΑ ΖΩHΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟI ΠΑΡAΓΟΝΤΕΣ

Οι λοιμώξεις των πνευμόνων στα πρώτα χρόνια της ζωής και οι μητέρες που καπνίζουν αποτελούν σημαντικούς παράγοντες κινδύνου για τη ΧΑΠ.

ΓΕΝΕΤΙΚΟI ΠΑΡAΓΟΝΤΕΣ

Η σύσταση των γονιδίων ενός ατόμου μπορεί να σημαίνει ότι είναι πιο επιρρεπές στην εμφάνιση ΧΑΠ.  Το πιο εκτενώς μελετημένο γενετικό πρόβλημα που συνδέεται με τη ΧΑΠ είναι μια ασθένεια που ονομάζεται ανεπάρκεια άλφα-1 αντιθρυψίνης, κληρονομική ασθένεια στην οποία το άτομο δε διαθέτει την πρωτεΐνη που είναι γνωστή ως άλφα-1 αντιθρυψίνη.

 

Πρόληψη

Η αναγνώριση των παραγόντων κινδύνου και η πρόληψη της έκθεσης σε αυτούς τους παράγοντες αποτελεί το πιο σημαντικό βήμα για την πρόληψη της νόσου. Περιλαμβάνονται τα εξής:

  • Ενθάρρυνση του ατόμου να σταματήσει το κάπνισμα
  • Πρόληψη της έκθεσης σε παθητικό κάπνισμα για αγέννητα μωρά και βρέφη
  • Μείωση της έκθεσης σε εσωτερική ατμοσφαιρική ρύπανση από καύσιμα βιομάζας σε αναπτυσσόμενες χώρες
  • Πρόληψη εξάρσεων της ΧΑΠ

 

Διάγνωση και θεραπεία

Η διάγνωση της ΧΑΠ γίνεται μέσω εξέτασης σπιρομέτρησης. Η εξέταση αυτή περιλαμβάνει το φύσημα σε συσκευή που ονομάζεται σπιρόμετρο, η οποία μετρά την ποσότητα του αέρα στους πνεύμονες και πόσο γρήγορα μπορεί να πραγματοποιήσει ένα άτομο εκπνοή. Αν η εξέταση δείξει ότι η ποσότητα αέρα που εκπνέει ένα άτομο είναι χαμηλή, μπορεί να υποδηλώνει στένωση των αεραγωγών και πρώιμα στάδια ΧΑΠ.

Δεν υπάρχει γνωστή θεραπεία για τη ΧΑΠ, ωστόσο μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά ώστε να αμβλύνει τις επιπτώσεις των συμπτωμάτων στην ποιότητα ζωής. Η διαχείριση της ασθένειας περιλαμβάνει:

  • Μείωση της έκθεσης σε παράγοντες κινδύνου, όπως το κάπνισμα και η ατμοσφαιρική ρύπανση
  • Βελτίωση της ικανότητας άσκησης για να βοηθήσει στην ανακούφιση των συμπτωμάτων
  • Ιατρική θεραπεία με βρογχοδιασταλτικά για να βοηθήσει στην πρόληψη εξάρσεων
  • Θεραπεία με οξυγόνο για να βοηθήσει στη διευκόλυνση της αναπνοής

Τα άτομα με ΧΑΠ μπορούν να απευθυνθούν σε προγράμματα άσκησης, γνωστά ως πνευμονική αποκατάσταση. Τα προγράμματα αυτά επικεντρώνονται στη βελτίωση της ικανότητας ενός ατόμου να ασκείται, και παρέχει εκπαίδευση για να βοηθήσει ένα άτομο να διαχειρίζεται την ασθένειά του.

Νίκος Καρατζάς | Πνευμονολόγος

Το άσθμα αποτελεί κοινή μακροχρόνια ασθένεια που μπορεί να επηρεάσει άτομα όλων των ηλικιών. Προκαλεί φλεγμονή στους αεραγωγούς. Ο όρος άσθμα ενηλίκων αναφέρεται σε:

  • Παιδικό άσθμα το οποίο έχει συνεχιστεί και στην ενήλικη ζωή
  • Άσθμα το οποίο έχει επανεμφανιστεί έπειτα από σχετική πάθηση στην παιδική ηλικία καικατόπιν εξάλειψής του
  • Άσθμα το οποίο έχει εμφανιστεί μόνο στην ενήλικη ζωή

Το άσθμα ενηλίκων συνδέεται συχνά με αλλεργίες και συνοδεύεται από άλλες αλλεργικές ασθένειες, όπως η αλλεργική ρινίτιδα.  Το άσθμα ενηλίκων είναι πιο συχνό στο γυναικείο φύλο.

 

Συμπτώματα

Το άσθμα ενηλίκων προκαλεί συνεχή συμπτώματα συριγμού, δύσπνοιας, στηθάγχης και βήχα. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να εμφανιστούν οποιαδήποτε στιγμή, ωστόσο κυρίως τη νύχτα ή νωρίς το πρωί.

Οι ενήλικες με άσθμα ενδέχεται να εμφανίσουν ευρύ φάσμα αυτών των συμπτωμάτων, με διαφορετικά επίπεδα σοβαρότητας. Κάποιες φορές, τα συμπτώματα ενδέχεται να επιδεινωθούν με την πάροδο ωρών ή λεπτών, οδηγώντας σε σοβαρή στένωση των αεραγωγών, γνωστή ως κρίση άσθματος.  Η κατάσταση αυτή αμβλύνεται συνήθως μόνο με πρόσθετη φαρμακευτική αγωγή, ή σε σοβαρές περιπτώσεις, νοσηλεία.  Μερικά πολύ σοβαρά επεισόδια μπορεί να είναι επικίνδυνα για τη ζωή, αν και η πρόκληση θανάτου από κρίση άσθματος δεν είναι κάτι συνηθισμένο.

Η επιδείνωση των συμπτωμάτων προκαλείται συνήθως από πνευμονικές λοιμώξεις. Είναι ιδιαιτέρως συχνές το χειμώνα και μετά την περίοδο των θερινών διακοπών.

Σε ενήλικες που πάσχουν από αλλεργίες παράλληλα με το άσθμα τους, τα συμπτώματα προκαλούνται από την έκθεση σε αλλεργιογόνα, όπως οικιακή σκόνη, κατοικίδια ζώα, ή υλικά στο χώρο εργασίας.  Άλλοι κοινοί παράγοντες πρόκλησης περιλαμβάνουν τη σωματική άσκηση σε ψυχρό ή ξηρό αέρα και τους κυκλοφοριακούς ρύπους.

 

Αιτίες

Τα περισσότερα περιστατικά άσθματος ενηλίκων ξεκινούν στην παιδική ηλικία. Τα δυο-τρίτα των παιδιών με άσθμα βλέπουν την ασθένεια να εξαφανίζεται στην εφηβική ηλικία τους. Στο ένα τρίτο περίπου των περιστατικών, επανεμφανίζεται στην ενήλικη ζωή.

Ο κίνδυνος εμφάνισης άσθματος συνδέεται με γενετικούς παράγοντες, δηλαδή τα γονίδια που κληρονομεί ένας άνθρωπος από τους γονείς του, καθώς επίσης με περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως η έκθεση σε αλλεργιογόνα ή ρύπους.  Όταν αλληλεπιδρούν αυτοί οι παράγοντες, για παράδειγμα ένα άτομο το οποίο είναι γενετικά ευπαθές και ζει σε εξαιρετικά μολυσμένη περιοχή, αυξάνουν τον κίνδυνο περαιτέρω.

Ερευνητές έχουν εντοπίσει ένα μικρό αριθμό γονιδίων τα οποία καθιστούν τους ανθρώπους πιο επιρρεπείς στην εμφάνιση άσθματος. Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να δοκιμαστούν διαφορετικά γονίδια και οι επιπτώσεις τους στην ασθένεια.

Ένας σημαντικός τύπος άσθματος στην ενήλικη ζωή είναι το επαγγελματικό άσθμα. Προκαλείται από υλικά στο χώρο εργασίας. Πιστεύεται ότι το 15% όλων των κρουσμάτων άσθματος ενηλίκων σχετίζεται με την εργασία.

 

Πρόληψη

Στις περισσότερες περιπτώσεις άσθματος, η προέλευση της ασθένειας είναι άγνωστη και είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς τον καλύτερο τρόπο για την πρόληψη της εμφάνισής της. Κύρια εξαίρεση αυτού είναι το επαγγελματικό άσθμα, το οποίο μπορεί να προληφθεί εάν υπάρχει προσεκτικά ελεγχόμενη έκθεση στο υλικό που προκαλεί το άσθμα, ή το άτομο αυτό απομακρυνθεί από την έκθεση.

Γενικά, η πρόληψη ή ο έλεγχος των συμπτωμάτων του άσθματος είναι εφικτά με φαρμακευτική αγωγή.

 

Διάγνωση και θεραπεία

Δεν υπάρχει ευρέως χρησιμοποιούμενη εξέταση η οποία μπορεί να διαγνώσει το άσθμα, ως εκ τούτου αναγνωρίζεται και αξιολογείται από απαντήσεις σε ερωτηματολόγια, απλές εξετάσεις οι οποίες κοιτούν τη λειτουργία των πνευμόνων και πληροφορίες για επισκέψεις σε νοσοκομεία και συνταγογραφήσεις φαρμάκων.

Επίσης, τα συμπτώματα του άσθματος δεν είναι συγκεκριμένα σε ό,τι αφορά στην πάθηση. Συνεπώς, ενδέχεται να υπάρξει σύγχυση με άλλες παθήσεις, όπως η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ).

Δεν υπάρχει θεραπεία για τους περισσότερους τύπους άσθματος ενηλίκων, συνεπώς κύριος στόχος είναι περισσότερο η διαχείριση παρά η θεραπεία της ασθένειας. Αυτό περιλαμβάνει την επίτευξη και διατήρηση του ελέγχου των συμπτωμάτων, καθώς επίσης την πρόληψη τυχόν επιδείνωσης των συμπτωμάτων και των κρίσεων άσθματος.

Οι επαγγελματίες του τομέα υγείας χρησιμοποιούν τον όρο ‘έλεγχος του άσθματος για να αναφερθούν στο πόσο καλά διαχειρίζονται τα συμπτώματα και τον αντίκτυπο που έχουν σε καθημερινές δραστηριότητες. Ο όρος σοβαρότητα άσθματος χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δυσκολία στον έλεγχο του άσθματος μέσω θεραπείας και βοηθάει τους γιατρούς να αποφασίσουν τι επίπεδο θεραπείας απαιτείται.

Η διαχείριση της ασθένειας περιλαμβάνει:

  • Αποφυγή του παθητικού ή ενεργητικού καπνίσματος
  • Εντοπισμό τυχόν παραγόντων που προκαλούν ή επιδεινώνουν τα συμπτώματα
  • Αποφυγή έκθεσης σε αερομεταφερόμενα αλλεργιογόνα
  • Αποφυγή έκθεσης σε υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης

Ο έλεγχος του άσθματος παραμένει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα στην Ευρώπη, παρά την αυξανόμενη χρήση φαρμακευτικών αγωγών για το άσθμα. Οι φαρμακευτικές αγωγές περιλαμβάνουν:

  • Ρυθμιστική φαρμακευτική αγωγή: Η συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή λαμβάνεται τακτικά για την εδραίωση προστατευτικής επίδρασης ενάντια στα συμπτώματα του άσθματος. Αυτή η φαρμακευτική αγωγή έχει συνήθως τη μορφή εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών (ICS), τα οποία χρησιμοποιούνται με ή χωρίς μακράς δράσης β-αγωνιστές.
  • Αναλγητική φαρμακευτική αγωγή: Λαμβάνεται για να ανακουφίσει από τα συμπτώματα του άσθματος. Χαλαρώνουν τους μύες που περιβάλλουν τους αεραγωγούς σε στένωση και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση κρίσης άσθματος ή επιδείνωσης των συμπτωμάτων. Συνήθως πρόκειται γιαβραχείας δράσης β-αγωνιστές.

Κάθε άτομο είναι διαφορετικό και δεν χρειάζεται το ίδιο επίπεδο θεραπείας. Ως εκ τούτου, οι δοσολογίες της φαρμακευτικής αγωγής τροποποιούνται σύμφωνα με τα εκάστοτε συμπτώματα. Για να μπορέσει να διαχειριστεί κάποιος από μόνος του την ασθένειά του, θα πρέπει να μάθει ποια θεραπεία του αρμόζει.

Το 10% περίπου των ενηλίκων με άσθμα αντιμετωπίζουν επίμονα συμπτώματα και εξάρσεις που δεν μπορούν να ελέγξουν, παρά τη χορήγηση επαρκούς θεραπείας. Το άσθμα αυτό αναφέρεται ως ‘δύσκολο στη θεραπεία άσθμα και συχνά μπορεί να έχει επιζήμιες συνέπειες στην ποιότητα ζωής ενός ατόμου.

Παρόλο που ο θάνατος από άσθμα είναι σχετικά σπάνιος, μπορεί να συμβεί σε κάθε ενήλικα με ανεπαρκή έλεγχο του άσθματος.

Νίκος Καρατζάς | Πνευμονολόγος

Το άσθμα αποτελεί ασθένεια η οποία προκαλεί φλεγμονή στους αεραγωγούς. Είναι η συνηθέστερη μακροχρόνια ασθένεια σε παιδιά.

Το άσθμα μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής, ωστόσο είναι πιθανό να ξεκινήσει στην παιδική ηλικία.

 

Συμπτώματα

Τα κοινά συμπτώματα παιδικού άσθματος περιλαμβάνουν:

  • Συριγμός
  • Δύσπνοια
  • Στηθάγχη
  • Βήχας

Τα συμπτώματα εμφανίζονται συχνά τη νύχτα ή νωρίς το πρωί.

Κάποιες φορές, τα συμπτώματα ενδέχεται να επιδεινωθούν με την πάροδο ωρών ή λεπτών, οδηγώντας σε σοβαρή παρεμπόδιση των αεραγωγών, γνωστή ως κρίση άσθματος. Το οξύ άσθμα αποτελεί την πιο συχνή αιτία εισαγωγής σε νοσοκομείο για παιδιά όλων των ηλικιών.

Οι θάνατοι από άσθμα είναι ελάχιστοι, ενώ τα τελευταία χρόνια ο αριθμός έχει εξαλειφθεί στην Ευρώπη. Σύμφωνα με έρευνα,  9 στους 12 θανάτους από άσθμα οφείλονται σε αναφυλαξία με άσθμα που προκαλείται από αλλεργία σε τρόφιμα.

 

Αιτίες

Το άσθμα είναι αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης μεταξύ περιβαλλοντικών και γενετικών παραγόντων.

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟI ΠΑΡAΓΟΝΤΕΣ

Η έκθεση στο κάπνισμα, είτε μέσω μίας μητέρας η οποία καπνίζει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή όταν γεννιέται ένα μωρό, είναι γνωστό ότι αυξάνει τον κίνδυνο άσθματος και την κακή πνευμονική λειτουργία καθ’ όλη τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας.

Ιογενείς αναπνευστικές λοιμώξεις κατά τη βρεφική ηλικία μπορεί να οδηγήσουν σε εμφάνιση άσθματος ή οξείες κρίσεις άσθματος. Το 50-60% των παιδιών που νοσηλεύονται για αναπνευστικό συγκυτιακό ιό (RSV) εμφανίζουν αργότερα άσθμα.  Το 65% όλων των κρίσεων άσθματος σε παιδιά σχολικής ηλικίας οφείλεται σε λοίμωξη του ρινοϊού.

Αλλεργιογόνα όπως ακάρεα οικιακής σκόνης και τρίχες ζώων δύναται και αυτά να συμβάλουν στην εμφάνιση άσθματος. Το 60% περίπου των παιδιών σχολικής ηλικίας έχουν αλλεργίες, ιδιαίτερα στο τρίχωμα ζώων, ακάρεα οικιακής σκόνης και μούχλα, καθώς επίσης στη γύρη φυτών.

ΓΕΝΕΤΙΚΟI ΠΑΡAΓΟΝΤΕΣ

Το άσθμα και οι αλλεργίες έχουν ισχυρούς δεσμούς με τα γονίδια που κληρονομούνται από τους γονείς. Ειδικοί εξετάζουν επί του παρόντος διάφορα γενετικά χαρακτηριστικά άσθματος για να εντοπίσουν ιχνηθέτες της ασθένειας.  Τα χαρακτηριστικά διαφέρουν μεταξύ των ανθρώπων, καθώς το άσθμα επηρεάζει τον καθένα διαφορετικά. Επιπρόσθετα, οι γενετικοί παράγοντες σημαίνουν συχνά ότι οι άνθρωποι ανταποκρίνονται στις θεραπείες διαφορετικά. Η περιβαλλοντική έκθεση μπορεί να προκαλέσει αλλαγές σε γονίδια.  Οι αλλαγές αυτές μπορούν κατόπιν να κληρονομηθούν από τις επόμενες γενιές, αυξάνοντας τον κίνδυνο εμφάνισης άσθματος (επιγενετικοί μηχανισμοί).

Καίριος τομέας της έρευνας για το παιδικό άσθμα είναι το να κατανοηθούν περισσότερα για τη γενετική της ασθένειας και τον προσδιορισμό ιχνηθετών, ώστε να βοηθήσουν ειδικούς να προβλέψουν το πώς θα ανταποκρίνονται οι άνθρωποι σε διάφορες θεραπείες. Ένα καλό παράδειγμα αυτού είναι το πρόγραμμα U-BIOPRED που χρηματοδοτείται από την ΕΕ.

AΣΚΗΣΗ

Η άσκηση μπορεί και αυτή να προκαλέσει εξάρσεις άσθματος. Αυτή η μορφή της ασθένειας είναι γνωστή ως ασκησιογενές άσθμα. Ωστόσο, εάν η άσκηση πραγματοποιείται σωστά, μπορεί να έχει τεράστιο όφελος το οποίο θα βοηθήσει τα παιδιά να διαχειριστούν τα συμπτώματά τους.

 

Πρόληψη

Οι προσπάθειες για πρόληψη του παιδικού άσθματος περιλαμβάνουν:

  • Αποφυγή έκθεσης σε καπνό τσιγάρου
  • Μείωση της έκθεσης σε αλλεργιογόνα, όπως ακάρεα σκόνης και τρίχωμα ζώων
  • Εκπαίδευση για το άσθμα και υποστήριξη παιδιών και γονέων ώστε ναπροβούν στις απαραίτητες προφυλάξεις

Κάποια φάρμακα, όπως αντιισταμινικά και αντιφλεγμονώδη φάρμακα, ενδέχεται να βοηθούν στην πρόληψη της ασθένειας ή να επηρεάζουν τη μακροπρόθεσμη εμφάνισή της, ωστόσο αυτό δεν έχει αποδειχθεί ακόμα.

 

Διάγνωση και θεραπεία

Δεν υπάρχει κάποια ευρέως χρησιμοποιούμενη εξέταση για τη διάγνωση του άσθματος. Στα παιδιά, συχνά εντοπίζεται όταν το παιδί εμφανίζει κοινά συμπτώματα συριγμού, στηθάγχης ή βήχα.

Οι φαρμακευτικές αγωγές για τη θεραπεία περιλαμβάνουν:

  • Ρυθμιστική φαρμακευτική αγωγή: Η συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή λαμβάνεται τακτικά για την εδραίωση προστατευτικής επίδρασης ενάντια στα συμπτώματα του άσθματος. Αυτή η φαρμακευτική αγωγή έχει συνήθως τη μορφή εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών (ICS), τα οποία χρησιμοποιούνται με ή χωρίς μακράς δράσης β-αγωνιστές.
  • Αναλγητική φαρμακευτική αγωγή: Λαμβάνεται για να ανακουφίσει από τα συμπτώματα του άσθματος. Χαλαρώνουν τους μύες που περιβάλλουν τους αεραγωγούς σε στένωση και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση κρίσης άσθματος ή επιδείνωσης των συμπτωμάτων. Συνήθως πρόκειται γιαβραχείας δράσης β-αγωνιστές.

Η περίθαλψη του άσθματος περιλαμβάνει κάτι περισσότερο από φάρμακα. Η συμμετοχή σε δραστηριότητες και άσκηση είναι πολύ σημαντική για το παιδικό άσθμα και θα πρέπει να ενθαρρύνεται.

Νίκος Καρατζάς | Πνευμονολόγος

Η φυματίωση (TB) αποτελεί ασθένεια που προκαλείται από βακτήριο που ονομάζεται Mycobacterium tuberculosis.

Πρόσφατα, προέκυψαν νέα στελέχη της νόσου τα οποία είναι ανθεκτικά σε φάρμακα που χρησιμοποιούνται συχνά. Όπως και άλλα βακτηρίδια, τα μυκοβακτηρίδια μπορούν να υποστούν γενετικές αλλαγές (γνωστές ως μεταλλάξεις), οι οποίες μπορούν να τα καταστήσουν φυσικά ανθεκτικά σε ένα φάρμακο κατά της φυματίωσης.  Νέες, προηγμένες μορφές της ασθένειας είναι γνωστές ως πολυανθεκτική φυματίωση σε φάρμακα (MDR-TB) ή εκτεταμένης αντοχής φυματίωση σε φάρμακα (XDR-TB).

Η αντοχή αυτή είναι πιθανό να προκύψει από ανθρώπινο σφάλμα, όπως λάθος επιλογή φαρμάκων για θεραπεία της ασθένειας ή διακοπή της θεραπείας από τους πάσχοντες προτού ολοκληρωθεί. Όσο περισσότερο λανθασμένα χρησιμοποιείται ένα αντιβιοτικό, τόσο πιο πιθανό είναι να μεταλλαχθεί το βακτήριο και να γίνει ανθεκτικό στο φάρμακο.

 

Συμπτώματα

Οποιοδήποτε όργανο του ανθρώπινου σώματος μπορεί να προσβληθεί από την ασθένεια, αν και η πάθηση διαγιγνώσκεται πιο συχνά στους πνεύμονες.

Τα κύρια συμπτώματα της φυματίωσης είναι:

  • Πυρετός
  • Μειωμένη όρεξη
  • Απώλεια βάρους
  • Νυκτερινή εφίδρωση
  • Επίμονος βήχας
  • Βήχας με αίμα σε προχωρημένο στάδιο

 

Αιτίες

Η φυματίωση αποτελεί αερομεταφερόμενη λοιμώδη πάθηση. Εξαπλώνεται μέσω σταγονιδίων στον αέρα, μέσω φτερνίσματος ή βήχα από άτομα που έχουν μολυνθεί με το μυκοβακτηρίδιο.

Το μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου έχουν άτομα που βρίσκονται κοντά και σε τακτική επαφή με όσους νοσούν. Έρευνα ανακάλυψε ότι τα παιδιά με στενή επαφή με όσους νοσούν έχουν πιθανότητα 30-50% εμφάνισης φυματίωσης.

Μόλις μολυνθεί ένα άτομο με το βακτήριο, μπορεί να εμφανίσει γρήγορα την ασθένεια, η οποία είναι λοιμώδης, εμφανίζοντας συμπτώματα και απαιτώντας θεραπεία. Αυτό συμβαίνει συνήθως σε παιδιά και άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα. Αυτό ονομάζεται «πρωτοπαθής φυματίωση». Διαφορετικά, το άτομο θα έχει λανθάνουσα λοίμωξη, όταν δεν είναι μεταδοτική και δεν εμφανίζει συμπτώματα. Το 5-10% των ατόμων με λανθάνουσα λοίμωξη μπορεί να εμφανίσει ενεργό φυματίωση.

Υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης φυματίωσης, όπως διαβήτης , έκθεση σε φάρμακα που καταστέλλουν το ανοσοποιητικό σύστημα και κάπνισμα. Ο πιο σημαντικός παράγοντας κινδύνου είναι η μόλυνση με HIV. Ο ΠΟΥ αναφέρει ότι ο κίνδυνος εμφάνισης φυματίωσης εκτιμάται 20-37 φορές μεγαλύτερος σε ανθρώπους που είναι φορείς HIV από ό, τι μεταξύ εκείνων χωρίς μόλυνση HIV.

 

Πρόληψη

Ένα εμβόλιο, γνωστό ως εμβόλιο BCG, παρουσιάστηκε το 1921. Είναι γνωστό ότι βοηθάει στην πρόληψη κάποιων σοβαρών μορφών της νόσου σε παιδιά, ωστόσο έχει απρόβλεπτη επιτυχία στην προστασία ενάντια στο δια βίου κίνδυνο εμφάνισης φυματίωσης.

Το BCG χρησιμοποιείται σε ποικίλους βαθμούς στο σύνολο της Ευρώπης, με ορισμένες χώρες να εμβολιάζουν όλα τα παιδιά κατά τη γέννησή τους και άλλες να έχουν διακόψει τα προγράμματα μαζικού εμβολιασμού.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) συστήνει ότι ο καλύτερος τρόπος πρόληψης της φυματίωσης είναι με επιτυχή αναγνώριση κρουσμάτων και χρήση αντιβιοτικών για θεραπεία της ασθένειας. Στρατηγικές του ΠΟΥ, όπως το Stop TB Strategy, έχουν συμβάλει στη μείωση του επιπολασμού και των κρουσμάτων φυματίωσης παγκοσμίως.

Ο απώτερος στόχος των διεθνών και εθνικών Αρχών δημόσιας υγείας είναι η εξάλειψη της φυματίωσης, μειώνοντας νέα κρούσματα λοιμώξεων σε λιγότερο από 1 ανά 1 εκατ. άτομα μέχρι το 2050, αν και κατά τη στιγμή της δημοσίευσης αυτής οι ειδικοί πιστεύουν ότι οι Αρχές είναι απίθανο να επιτύχουν το στόχο αυτό.

 

Διάγνωση και θεραπεία

Τα δείγματα βλέννας ή φλέγματος λαμβάνονται από ένα άτομο με υποψία φυματίωσης και εξετάζονται για το βακτήριο. Μια ακτινογραφία θώρακος, και κάποιες φορές μία πρόσθετη αξονική τομογραφία, είναι χρήσιμα για να επιβεβαιώσουν την παρουσία της ασθένειας.

Άλλες εξετάσεις, όπως η δερματική εξέταση φυματίωσης και μια πλήρης αιματολογική εξέταση, γνωστή ως Δοκιμασία Έκκρισης Γάμμα-Ιντερφερόνης (IGRA), είναι χρήσιμες στη διάγνωση λανθάνουσας φυματίωσης.

Η θεραπεία αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της ασθένειας και την αποφυγή μετάδοσης της νόσου σε άλλους ανθρώπους. Η θεραπεία χαρακτηρίζεται συνήθως από ένα εντατικό στάδιο θεραπείας για 2 μήνες, ακολουθούμενο από στάδιο συνέχισης για 4 μήνες. Το πρώτο στάδιο περιλαμβάνει συνήθως τέσσερα διαφορετικά φάρμακα (ισονιαζίδη, ριφαμπικίνη, εθαμβουτόλη και πυραζιναμίδη) και έχει σχεδιαστεί να σταματά την ανάπτυξη του βακτηρίου. Το δεύτερο στάδιο είναι σχεδιασμένο να σκοτώνει τα υπόλοιπα βακτήρια.

Τα MDR και XDR-TB απαιτούν τα λεγόμενα φάρμακα δεύτερης γραμμής για τουλάχιστον 20 μήνες. Ωστόσο, είναι ακριβά, τοξικά και δύσκολα στη διαχείριση.

Νίκος Καρατζάς | Πνευμονολόγος

Η κυστική ίνωση (KI) αποτελεί κληρονομική ασθένεια, η οποία είναι πιο συχνή σε λευκά παιδιά και νεαρούς ενήλικες, αν και μπορεί να επηρεάσει άτομα οποιασδήποτε φυλής.

Παλαιότερα θεωρούνταν ασθένεια των πνευμόνων και του πεπτικού συστήματος, ωστόσο πλέον είναι γνωστό ότι επηρεάζει τα περισσότερα όργανα του σώματος.

Με βελτιώσεις στη διάγνωση και την περίθαλψη, το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται προοδευτικά και η ΚΙ αποτελεί πλέον νόσο ενηλίκων. Σε πρόσφατο δείγμα πληθυσμού από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), το 47% των ατόμων με ΚΙ ήταν ηλικίας άνω των 18 ετών. Ωστόσο, μόνο το 5% ήταν ηλικίας άνω των 40 ετών.

 

Συμπτώματα

Η κυστική ίνωση μπορεί να επηρεάσει διάφορα όργανα του σώματος.

  • Τους πνεύμονες
  • Το πεπτικό σύστημα
  • Αυτιά, μύτη και ιγμόρεια
  • Οστά
  • Ήπαρ

 

Οδηγεί σε διάφορα συμπτώματα και άλλες ασθένειες οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν:

  • Βήχας που παράγει φλέγμα ή βλέννα, συχνές λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος και προοδευτική δύσπνοια
  • Ιγμορίτιδα
  • Δυσκολία στην απορρόφηση τροφής, με αποτέλεσμα κακή διατροφή
  • Διαβήτη
  • Κίρρωση ή ουλές του ήπατος
  • Μειωμένη γονιμότητα

 

Οι περίοδοι επιδείνωσης συμπτωμάτων είναι γνωστές ως εξάρσεις ή ‘πνευμονικές κρίσεις. Μπορούν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής ενός ατόμου και σχετίζονται με ταχύτερη μείωση της πνευμονικής λειτουργίας.

Χρόνιες ή επίμονες λοιμώξεις προκαλούν προοδευτική βλάβη στους αεραγωγούς και τους πνεύμονες, όπως βρογχεκτασία, και τελικώς προκαλούν  πνευμονική ανεπάρκεια καθώς οι πνεύμονες δεν είναι σε θέση να διατηρούν φυσιολογικά επίπεδα οξυγόνου και διοξειδίου του άνθρακα στον οργανισμό. Ενδέχεται να ακολουθήσει θάνατος, εκτός και πραγματοποιηθεί μεταμόσχευση πνεύμονα.

 

Αιτίες

Η ΚΙ προκαλείται συνήθως από προβλήματα με ένα γονίδιο που ονομάζεται διαμεμβρανικός ρυθμιστής της κυστικής ίνωσης (CFTR), το οποίο έχει καίριο ρόλο στη ρύθμιση της μεταφοράς άλατος και νερού στα επιθηλιακά κύτταρα των αεραγωγών και του εντέρου, για παράδειγμα.  Εάν το γονίδιο αυτό δεν λειτουργεί σωστά, υπάρχει συσσώρευση παχιάς βλέννας στους αεραγωγούς και συνεπώς βακτηρίδια και σωματίδια δεν μπορούν να απομακρυνθούν αποτελεσματικά.

Η ΚΙ αποτελεί κληρονομική (γενετική) ασθένεια. Έχει εντοπιστεί μεγάλος αριθμός παραλλαγών του ελαττωματικού γονιδίου και η σοβαρότητα της ασθένειας εξαρτάται από την παραλλαγή.

Δεν υπάρχουν γνωστές περιβαλλοντικές αιτίες της νόσου, αν και η έκθεση στον καπνό του τσιγάρου, η ατμοσφαιρική ρύπανση και τα αλλεργιογόνα μπορούν να συμβάλουν στη μακροπρόθεσμη εξέλιξη της ασθένειας.

 

Πρόληψη

Ο νεογνικός έλεγχος για ΚΙ μπορεί να μειώσει τον επιπολασμό εφόσον επιτρέπει στα ζευγάρια να ενημερωθούν καλύτερα πριν αποφασίσουν αν θα κάνουν και άλλο παιδί και, επιπλέον, εντοπίζει άλλους φορείς στην οικογένεια.

Η πλήρης πρόληψη θα ήταν εφικτή μόνον εφόσον εξεταζόταν το σύνολο του πληθυσμού ώστε να εντοπιστεί ποιος φέρει το γονίδιο. Οι ειδικοί δεν έχουν καταλήξει ακόμα αν δικαιολογείται μια ανάλογη ενέργεια ή αν απλώς θα προκληθεί άσκοπη αναστάτωση αλλά ούτε και για τις συμβουλές που πρέπει να δίδονται στα άτομα με θετική διάγνωση.

 

Διάγνωση και θεραπεία

Η διάγνωση της ΚΙ μπορεί να επιτευχθεί με την εξέταση νεογέννητων μωρών. Με ένα τρύπημα στη φτέρνα του μωρού λαμβάνεται μικρό δείγμα αίματος. Αυτό είναι γνωστό ως εξέταση με τρύπημα της πτέρνας. Κατόπιν, μπορούν να αναλυθούν τα γονίδια στο δείγμα αίματος.  Πρέπει επίσης να πραγματοποιηθεί τεστ ιδρώτα για να επιβεβαιωθεί η ΚΙ. Αυτό περιλαμβάνει λήψη δείγματος ιδρώτα το οποίο αποστέλλεται σε εργαστήριο για τον εντοπισμό υψηλών συγκεντρώσεων άλατος στον ιδρώτα.

Η τρέχουσα θεραπεία επικεντρώνεται κυρίως στην ανακούφιση των συμπτωμάτων, ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής του ασθενούς και να επιβραδυνθεί η  πρόοδος της νόσου. Ωστόσο, έχουν αρχίσει να διατίθενται νέες θεραπείες για τη διόρθωση της βασικής βλάβης.

 

Η καλύτερη μορφή θεραπείας είναι με τη βοήθεια διεπιστημονικής ομάδας, με νοσηλευτές, φυσικοθεραπευτές, διαιτολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς και φαρμακοποιούς. Για βέλτιστα αποτελέσματα, η περίθαλψη θα πρέπει να παρέχεται σε ειδικό κέντρο που θα διαθέτει την τεχνογνωσία και τις εγκαταστάσεις για τη διαχείριση όλων των εκφάνσεων της νόσου.

Αντιβιοτικά, φυσικοθεραπεία, αποφυγή καπνίσματος και ανοσοποίηση αποτελούν όλα σημαντικές πτυχές της διαχείρισης. Η φυσικοθεραπεία χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό της ασυνήθιστα παχιάς βλέννας που συσσωρεύεται στους πνεύμονες, δείχνοντας στους ασθενείς πώς μπορούν να συνεχίσουν την τακτική θεραπεία στο σπίτι. Το κόστος της θεραπείας ατόμων με ΚΙ αυξάνεται καθώς εξελίσσεται η νόσος.  Κάποια άτομα με ΚΙ ενδέχεται επίσης να υποβληθούν σε μεταμόσχευση πνευμόνων. Το 2009, διενεργήθηκαν 133 γνωστές μεταμοσχεύσεις πνευμόνων στην Ευρώπη σε άτομα με κυστική ίνωση, (σε σύγκριση με 108 το 2007) και πάνω από 800 ασθενείς με ΚΙ σε όλη την Ευρώπη ζούσαν με μεταμοσχευμένους πνεύμονες.

 

Το κόστος θεραπείας ενδέχεται να αυξηθεί, καθώς αναπτύσσονται νέα φάρμακα τα οποία στοχεύουν συγκεκριμένες γενετικές μεταλλάξεις σε διάφορες μορφές της ΚΙ. Η πρώτη σχετική θεραπεία (ivacaftor) παρουσιάστηκε πρόσφατα και ενδέχεται να ακολουθήσουν και άλλες. Η γονιδιακή θεραπεία, η οποία αποσκοπεί σε αντικατάσταση του ελαττωματικού γονιδίου στα κύτταρα των αεραγωγών, βρίσκεται επί του παρόντος σε στάδιο κλινικής δοκιμή.

Νίκος Καρατζάς | Πνευμονολόγος

Οι διάμεσες πνευμονοπάθειες, επίσης γνωστές ως διάχυτες παρεγχυματικές πνευμονοπάθειες, είναι αποτέλεσμα βλάβης στα κύτταρα που περιβάλλουν τα αεροθυλάκια, η οποία προκαλεί εκτεταμένη φλεγμονή και πνευμονική ίνωση.

 

Ασθένειες

Υπάρχουν περισσότερες από 300 διαφορετικές ασθένειες οι οποίες ταξινομούνται ως διάμεσες πνευμονοπάθειες.  Οι περισσότερες είναι πολύ σπάνιες, ωστόσο οι συνηθέστερες διάμεσες πνευμονοπάθειες περιλαμβάνουν:

  • Σαρκοείδωση
  • Ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση
  • Εξωγενής αλλεργική κυψελιδίτιδα (επίσης γνωστή ως πνευμονίτιδα εξ υπερευαισθησίας)
  • Διάμεση πνευμονοπάθεια σχετιζόμενη με νόσο του συνδετικού ιστού
  • Πνευμονοκονίαση
  • Διάμεση πνευμονοπάθεια που προκαλείται από συγκεκριμένα φάρμακα τα οποία χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία άλλων ασθενειών

Κάποιες διάμεσες πνευμονοπάθειες, ιδιαίτερα η σαρκοείδωση, επηρεάζουν επίσης και άλλα όργανα του σώματος.

Η διενέργεια έρευνας για τον επιπολασμό των διάμεσων πνευμονοπαθειών είναι δύσκολη καθώς δεν υπάρχουν πάντα συγκεκριμένες διαγνώσεις. Κάποιες μελέτες αναφέρουν πως όταν συναθροίζονται περιπτώσεις ιδιοπαθούς πνευμονικής ίνωσης και σαρκοείδωσης, ανέρχονται στο 50% του συνόλου των διάμεσων πνευμονοπαθειών.

 

Ειδικοί κατατάσσουν τις διάμεσες πνευμονοπάθειες σε δύο ομάδες: νόσοι με γνωστή αιτία και νόσοι με άγνωστη αιτία και προέλευση.

 

Συμπτώματα

Οι διάμεσες πνευμονοπάθειες συνήθως εκδηλώνονται σταδιακά. Οι περισσότεροι άνθρωποι με διάμεσες πνευμονοπάθειες νιώθουν δύσπνοια και έχουν μειωμένη ικανότητα άσκησης. Άλλα συμπτώματα περιλαμβάνουν επίμονο βήχα που συνήθως είναι ξηρόςδηλ. δεν παράγει φλέγμα). Σε προχωρημένο στάδιο της νόσου μπορεί να υπάρχει μπλε ή μοβ αποχρωματισμός ειδικά σε χείλια, χέρια και πόδια (λόγω πολύ χαμηλής ποσότητας οξυγόνου στο αίμα) και πληκτροδακτυλία ή πρήξιμο των δακτύλων.

 

Αιτίες

Μόνο περίπου μία στις τρεις περιπτώσεις διάμεσης πνευμονοπάθειας έχει γνωστά αίτια. Οι ειδικοί πιστεύουν πως η ανάπτυξη ορισμένων ασθενειών, όπως η σαρκοείδωση, ενδεχομένως να οφείλεται στο συνδυασμό γενετικών παραγόντων, οι οποίοι καθιστούν τους ανθρώπους επιρρεπείς στην ασθένεια, και περιβαλλοντικών παραγόντων. Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες έχουν αναγνωριστεί στο 35% των ατόμων με διάμεση πνευμονοπάθεια.

Η πνευμονοκονίαση οφείλεται σε εισπνεόμενες ουσίες στο χώρο εργασίας, οι οποίες προκαλούν εκτεταμένες ουλές και σκλήρυνση (ίνωση) των πνευμόνων. Κλασσικές αιτίες είναι η σκόνη χαλαζία (πυριτίαση), η ανθρακόσκονη (πνευμονοκονίαση ανθρακωρύχων) και ο αμίαντος (αμιαντίαση). Οι ασθένειες αυτές έχουν γίνει λιγότερο συχνές λόγω αλλαγών στις βιομηχανικές πρακτικές.

Η εξωγενής αλλεργική κυψελίτιδα οφείλεται σε αλλεργική αντίδραση σε οποιαδήποτε από τις αρκετές εισπνεόμενες οργανικές ουσίες. Οι πιο συνηθισμένες αιτίες περιλαμβάνουν την έκθεση σε σκόνη από μουχλιασμένο σανό (πνεύμονας αγρότη) ή από περιστέρια ή πτηνά σε κλουβί (πνεύμονας φίλων των πτηνών).

Ορισμένα φάρμακα που λαμβάνονται ως φαρμακευτική αγωγή για άλλες ασθένειες μπορούν και αυτά να προκαλέσουν διάμεση πνευμονοπάθεια. Μεταξύ των πιο συνηθισμένων είναι: η αμιοδαρόνη (χρησιμοποιείται για τη θεραπεία καρδιακών αρρυθμιών), η μπλεομυκίνη (φάρμακο χημειοθεραπείας), η μεθοτρεξάτη (χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της αρθρίτιδας) και η νιτροφουραντοΐνη (χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ουρολοιμώξεων).

 

Πρόληψη

Η πρόληψη διάμεσων πνευμονοπαθειών μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν η αιτία είναι γνωστή. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η αποφυγή της έκθεσης στο σχετικό περιβαλλοντικό παράγοντα κινδύνου είναι η καλύτερη προληπτική μέθοδος.

Μελλοντικά, οι ειδικοί ελπίζουν να είναι σε θέση να προσδιορίσουν ποια άτομα είναι πιο επιρρεπή στην ανάπτυξη διάμεσης πνευμονοπάθειας, καθώς κάτι τέτοιο θα τους βοηθήσει να παρέχουν εξατομικευμένα προληπτικά μέτρα.

 

Διάγνωση και θεραπεία

Οι βασικές έρευνες περιλαμβάνουν απεικόνιση των πνευμόνων με ακτινογραφία θώρακα και αξονική τομογραφία (CT). Τυπικές απεικονίσεις διάμεσης πνευμονοπάθειας περιλαμβάνουν εκτεταμένα λεπτά οζίδια, ένα μοτίβο που θυμίζει πλέγμα ή γενικό ασαφές περίγραμμα. Οι υψηλής ανάλυσης αξονικές τομογραφίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να βοηθήσουν στον καθορισμό του συγκεκριμένου τύπου διάμεσης πνευμονοπάθειας, εξετάζοντας τον τύπο και την εξάπλωση της πνευμονικής σκίασης στην απεικόνιση.

 

Σε προχωρημένη πνευμονική ίνωση, οι πνεύμονες ενδέχεται να έχουν κυψελοειδή εμφάνιση λόγω της εκτεταμένης καταστροφής κυψελίδων και της ανάπτυξης μικρών κυστικών χώρων εντός του πνεύμονα.

Οι εξετάσεις πνευμονικής λειτουργίας και τα επίπεδα οξυγόνου στο αίμα είναι και αυτά σημαντικά για τη διάγνωση και παρακολούθηση της προόδου της διάμεσης πνευμονοπάθειας.

Μια χειρουργική βιοψία πνεύμονα, όπου λαμβάνονται και εξετάζονται δείγματα πνευμονικού ιστού, διενεργείται μερικές φορές για επακριβή διάγνωση της διάμεσης πνευμονοπάθειας, ωστόσο η χρήση της έχει μειωθεί καθώς έχει βελτιωθεί η ποιότητα της αξονικής τομογραφίας.

 

Η θεραπεία της διάμεσης πνευμονοπάθειας περιλαμβάνει αντιφλεγμονώδη (π.χ. στεροειδή) και φάρμακα κατά των ουλών. Τα φάρμακα αυτά είναι πιο πιθανό να είναι αποτελεσματικά στη σαρκοείδωση, στην εξωγενή αλλεργική κυψελιδίτιδα και κάποιες σπάνιες ILD, ωστόσο, συχνά έχουν μικρή επίδραση σε άλλες ασθένειες, όπως η ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση. Μετέπειτα στην πορεία της νόσου, ενδέχεται να απαιτηθούν προγράμματα αποκατάστασης οξυγόνου και πνευμονικής λειτουργίας. Παρά τη θεραπεία, κάποιες μορφές διάμεσης πνευμονοπάθειας επιδεινώνονται προοδευτικά και ενδέχεται να απαιτείται μεταμόσχευση πνεύμονα.

Οι χρόνοι επιβίωσης για διάφορες ασθένειες ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό. Έρευνα έχει δείξει ότι σε 5 χρόνια μετά την πρώτη διάγνωση, το 20% των ατόμων με ιδιοπαθή πνευμονική ίνωση είναι ακόμα ζωντανοί, ενώ το 80-100% των ατόμων με κάποιες μορφές πνευμονίτιδας εξ υπερευαισθησίας ή σαρκοείδωση είναι ακόμα ζωντανοί.

Νίκος Καρατζάς | Πνευμονολόγος

Ο καρκίνος του πνεύμονα αποτελεί καρκίνο της τραχείας, των βρόγχων (αεραγωγός) ή των αεροθυλάκων των πνευμόνων (κυψελίδες).

Ο καρκίνος του πνεύμονα ήταν σπάνια νόσος στις αρχές του 20ού αιώνα, ωστόσο η αύξηση της έκθεσης στον καπνό του τσιγάρου και άλλες αιτίες της νόσου συνέβαλαν σε πανδημία κατά τον 20ό και 21ο αιώνα.

Ο καρκίνος του πνεύμονα αποτελεί πλέον την κύρια αιτία θανάτου από καρκίνο παγκοσμίως σε άνδρες και γυναίκες εξίσου. Τα ποσοστά επιβίωσης ποικίλουν ανάλογα με τον κυτταρικό τύπο του καρκίνου και σε ποιο στάδιο διαγνώστηκε η νόσος. Η έρευνα έχει δείξει ότι, κατά μέσο όρο, μόνο το 12,6% των ατόμων με καρκίνο του πνεύμονα εξακολουθούν να είναι εν ζωή πέντε χρόνια μετά τη διάγνωση.

 

Συμπτώματα

Τα πιο κοινά συμπτώματα και ενδείξεις καρκίνου του πνεύμονα είναι:

  • Βήχας
  • Απώλεια βάρους
  • Δύσπνοια
  • Στηθάγχη
  • Πόνος στα οστά
  • Βήχας με αίμα
  • Βραχνάδα
  • Πληκτροδακτυλία ή πρήξιμο δακτύλων σε χέρια και πόδια

 

Αιτίες

Ο καπνός του τσιγάρου είναι υπεύθυνος για πάνω από το 80% του συνόλου των περιπτώσεων καρκίνου του πνεύμονα. Άλλες αιτίες περιλαμβάνουν έκθεση σε:

  • Ραδόνιο
  • Βηρύλλιο
  • Χρώμιο
  • Καυσαέρια ντίζελ
  • Ατμοσφαιρική ρύπανση
  • Αμίαντο
  • Αρσενικό
  • Καπνό άνθρακα
  • Εκπομπές εσωτερικού χώρου από άλλα καύσιμα

Άτομα με χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), πνευμονική ίνωση, καρκίνο στο κεφάλι, στο λαιμό ή στον οισοφάγο ή καρκίνο του μαστού έχουν επίσης μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης της ασθένειας.

Κάποια άτομα ενδέχεται επίσης να έχουν γενετική προδιάθεση για καρκίνο του πνεύμονα και αν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό της ασθένειας, είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν τη νόσο.

 

Πρόληψη

Η διακοπή του καπνίσματος είναι η πιο αποτελεσματική μέθοδος για πρόληψη της εμφάνισης καρκίνου του πνεύμονα. Οι προσπάθειες για μείωση του καπνίσματος στο δυτικό κόσμο ήταν σχετικά επιτυχημένες, ωστόσο πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά για να ενημερωθεί ο κόσμος σχετικά με τις βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος σε ορισμένες χώρες. Απαιτούνται επίσης ενιαίες πολιτικές για απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους, ώστε να συμβάλουν στη μείωση των επιπτώσεων από το παθητικό κάπνισμα.

Όταν ο αμίαντος συνδυάζεται με το κάπνισμα τσιγάρων, ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του πνεύμονα είναι 40 φορές μεγαλύτερος. Απαιτείται επειγόντως παγκόσμια απαγόρευση για τη χρήση αμίαντου, ώστε να βοηθήσει στην πρόληψη αυτού του κινδύνου.

 

Διάγνωση και θεραπεία

Για τη διάγνωση καρκίνου του πνεύμονα χρησιμοποιούνται αξονικές τομογραφίες.  Το 2011, το National Lung Screening Trial (NLST) στις ΗΠΑ απέδειξε ότι η παρακολούθηση με τη χρήση αξονικών τομογραφιών χαμηλής δοσολογίας μείωσαν τους θανάτους από καρκίνο του πνεύμονα κατά 20%

Δεν υπάρχει θεραπεία για την αντιμετώπιση του καρκίνου του πνεύμονα σε ποσοστό έως και 90% των περιπτώσεων, επειδή ανιχνεύονται αργά. Οι ειδικοί κατανοούν πλέον ότι υπάρχουν διαφορετικοί τύποι καρκίνου του πνεύμονα. Αυτό σημαίνει ότι οι θεραπείες μπορούν να προσαρμοστούν αναλόγως σε κάθε άτομο και στον τύπο της νόσου από την οποία πάσχει.

Οι κύριες μορφές θεραπείας περιλαμβάνουν χειρουργική επέμβαση, χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία.

 

ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚH ΕΠEΜΒΑΣΗ:

Έχουν αναπτυχθεί νέες τεχνικές οι οποίες είναι λιγότερο επεμβατικές για τον ασθενή, με στόχο την αφαίρεση του καρκίνου. Αυτό περιλαμβάνει λαπαροσκοπική χειρουργική επέμβαση, γνωστή ως βίντεο-υποβοηθούμενη χειρουργική θώρακος (VATS). Η χειρουργική επέμβαση διενεργείται μέσω μικρής τομής στο δέρμα, η οποία αποτελεί πολύ λιγότερο σοβαρή επέμβαση από ένα συνηθισμένο χειρουργείο για την αφαίρεση όγκου. Δεδομένου ότι αποτελεί μικρότερη επέμβαση, οι ασθενείς αναρρώνουν ταχύτερα και υπάρχει δυνατότητα να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση όλο και περισσότεροι ασθενείς.

ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕIΑ:

Καθώς οι ασθενείς με διάφορους τύπους καρκίνου του πνεύμονα ανταποκρίνονται διαφορετικά σε μία χειρουργική επέμβαση, είναι δυνατόν να προσαρμόσουμε τη χημειοθεραπεία στον τύπο του όγκου που έχει κάθε άτομο. Καθώς οι ειδικοί έχουν κατανοήσει περισσότερα σε σχέση με τη βιολογία του καρκίνου του πνεύμονα, έχουν επίσης τη δυνατότητα να αναπτύξουν νέα φάρμακα που στοχεύουν σε συγκεκριμένα τμήματα του καρκίνου. Παραδείγματος χάριν, οι αναστολείς κινάσης τυροσίνης όπως τα erlotinib ή gefitinib έχει φανεί ότι είναι ιδιαιτέρως ευεργετικοί για άτομα με καρκίνο του πνεύμονα σε προχωρημένο στάδιο.

ΑΚΤΙΝΟΘΕΡΑΠΕIΑ:

Έχουν αναπτυχθεί σύγχρονες τεχνικές ακτινοθεραπείας για μείωση των βλαβών που προκαλούνταν στις περιοχές γύρω από τον όγκο. Νέες τεχνικές έχουν επιτρέψει σε άτομα με κακή πνευμονική λειτουργία, στα οποία είχε γίνει σύσταση να μην καταφύγουν σε ακτινοθεραπεία, τελικά να υποβληθούν σε ακτινοθεραπεία.

Νίκος Καρατζάς | Πνευμονολόγος

Ο όρος διαταραχή αναπνοής κατά τον ύπνο αναφέρεται σε ευρύ φάσμα ασθενειών που οδηγούν σε μη φυσιολογική αναπνοή κατά τον ύπνο.

Η πιο συνηθισμένη είναι η υπνική άπνοια. Άπνοια σημαίνει προσωρινή παύση της αναπνοής. Αν και υπάρχουν και άλλοι τύποι άπνοιας, ο όρος ‘υπνική άπνοια αναφέρεται συνήθως στο σύνδρομο αποφρακτικής υπνικής άπνοιας (OSAS), στο οποίο το άτομο είναι στιγμιαία ανίκανο να αναπνεύσει λόγω προσωρινής απόφραξης του αεραγωγού στο λαιμό, ο οποίος ονομάζεται φάρυγγας. Σε ασθενείς με OSAS αυτό μπορεί να συμβεί πολλές εκατοντάδες φορές κατά τη διάρκεια ενός νυκτερινού ύπνου.

 

Συμπτώματα

Όταν κοιμόμαστε, οι μύες μας είναι χαλαροί. Σε κάποιους ανθρώπους, η γλώσσα και οι χαλαροί μύες στο λαιμό μπορούν να προκαλέσουν στένωση των αεραγωγών, η οποία περιορίζει την αναπνοή και μπορεί να τη σταματήσει προσωρινά. Σε περίπτωση που συμβεί αυτό, ο εγκέφαλος προκαλεί σύντομη μερική αφύπνιση, η οποία ανοίγει ξανά τον αεραγωγό και ξαναρχίζει την αναπνοή. Οι επαναλαμβανόμενες αφυπνίσεις κατά τη διάρκεια της νύχτας μπορούν να επηρεάσουν σοβαρά την ποιότητα του ύπνου, οδηγώντας σε υπερβολική υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Επιπρόσθετα, κάθε μία άπνοια συνοδεύεται από απότομη αύξηση του καρδιακού ρυθμού και της αρτηριακής πίεσης. Τελικά, η αυξημένη αρτηριακή πίεση (υπέρταση) συνεχίζεται ακόμα και όταν είμαστε ξύπνιοι, αυξάνοντας τον κίνδυνο καρδιακής προσβολής ή εγκεφαλικού επεισοδίου.

 

Το ροχαλητό είναι καθολικό σε άτομα με OSAS. Ο θόρυβος του ροχαλητού προκύπτει από δόνηση των ιστών στο λαιμό, υποδηλώνοντας ότι ο αεραγωγός είναι πιθανών ασταθής και συνεπώς πιο ευάλωτος σε κατάρρευση κατά τη διάρκεια του ύπνου. Ωστόσο, μόνο μια μειονότητα όσων ροχαλίζουν έχουν OSAS.

Τα συμπτώματα του OSAS μπορούν να προκύψουν τόσο την ημέρα όσο και τη νύχτα:

ΗΜΕΡΑ

  • Υπερβολική υπνηλία
  • Έλλειψη συγκέντρωσης
  • Πρωινός πονοκέφαλος
  • Αλλαγές στη διάθεση
  • Ξηροστομία
  • Ανικανότητα ή μειωμένη σεξουαλική ορμή

ΝΥΧΤΑ

  • Ανήσυχος ύπνος
  • Άπνοιες
  • Ξύπνημα με πνιγμό
  • Ζωντανά όνειρα
  • Νυκτουρία (νυκτερινή ούρηση)
  • Εφίδρωση
  • Αυπνία
  • Σιελόρροια και τρίξιμο δοντιών

Αιτίες

Ο επιπολασμός της υπνικής άπνοιας αυξάνεται στην ηλικία των 60 ετών.

Οτιδήποτε προκαλεί στένωση του λαιμού από το μέσο όρο μπορεί να αυξήσει την πιθανότητα OSAS:

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟI ΠΑΡAΓΟΝΤΕΣ

Η μέτρια ή σοβαρή παχυσαρκία αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου, καθώς συνοδεύεται από αύξηση του λιπώδους ιστού γύρω από το λαιμό. Εντοπίζεται παχυσαρκία στο 60 με 90% των ατόμων με OSAS και αποτελεί τον πιο κοινό παράγοντα κινδύνου σε ενήλικες.

Το κάπνισμα και το αλκοόλ έχουν αμφότερα συνδεθεί με τον υψηλότερο επιπολασμό ροχαλητού και υπνικής άπνοιας.

ΓΕΝΕΤΙΚΟI ΠΑΡAΓΟΝΤΕΣ

Μερικοί άνθρωποι είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν υπνική άπνοια λόγω των γονιδίων τους.

Η υπνική άπνοια είναι πιο συχνή στους άνδρες παρά στις γυναίκες.

Κάποιοι τύποι κληρονομικής δομής των οστών του προσώπου σχετίζονται με στενό λαιμό και καθιστούν το OSAS πιο πιθανό. Η πιο συχνή είναι το υπανάπτυκτο πηγούνι. Συγκεκριμένες γενετικές παθήσεις όπως το σύνδρομο Down προδιαθέτουν και αυτές το άτομο στο OSAS.

 

Το OSAS εμφανίζεται επίσης σε παιδιά και ο πιο συχνός προδιαθεσικός παράγοντας είναι η διόγκωση των αμυγδαλών. Σε κάποια παιδιά ή ενήλικες μία σοβαρή συμφόρηση της μύτης μπορεί να επιδεινώσει την κατάσταση.

 

Πρόληψη

Ανάλογα με την περίπτωση, αλλαγές στον τρόπο ζωής, όπως απώλεια βάρους και μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ και τσιγάρων, μπορούν να βοηθήσουν συνολικά στην πρόληψη της ασθένειας.

 

Διάγνωση και θεραπεία

Το OSAS εντοπίζεται συχνά από τα συμπτώματα και την κλινική εξέταση, ωστόσο στις περισσότερες περιπτώσεις απαιτείται ολονύκτια καταγραφή για να υπάρξει επιβεβαίωση. Μια λεπτομερής μελέτη του ύπνου, η οποία ονομάζεται πολυσωματογραφική μελέτη ύπνου, καταγράφει τα εγκεφαλικά κύματα, τη μυϊκή δραστηριότητα, τις κινήσεις των οφθαλμών, τη δραστηριότητα της καρδιάς, την κίνηση του στήθους, τη ροή αέρα στη μύτη και το στόμα και το επίπεδο οξυγόνου στο αίμα (οξυμετρία).

Αυτή η λεπτομερής μελέτη διενεργείται σε κλινική ύπνου, ωστόσο στα περισσότερα άτομα που εικάζεται πως πάσχουν από OSAS, μπορούν να πραγματοποιηθούν απλούστερες έρευνες με χρήση φορητού εξοπλισμού, συχνά στο σπίτι του ασθενούς. Πλέον διατίθενται αρκετές συσκευές για την καταγραφή διαφόρων συνδυασμών επιπέδων οξυγόνου στο αίμα, κίνησης του στήθους, ροής αέρα και καρδιακού ρυθμού.

 

Το επίπεδο ημερήσιας υπνηλίας αξιολογείται από ένα απλό ερωτηματολόγιο το οποίο ονομάζεται Κλίμακα Υπνηλίας κατά Epworth. Ζητάει από το άτομο να βαθμολογήσει την πιθανότητα να αποκοιμηθεί σε διάφορες καθημερινές καταστάσεις. Τα συμπτώματα της υπνικής άπνοιας, όπως το ροχαλητό και οι μαρτυρίες άπνοιας, είναι επίσης πιθανό να αναφερθούν από το άτομο που κοιμάται στο κρεβάτι μαζί τους.

Η πιο αποτελεσματική θεραπεία για την υπνική άπνοια είναι η συνεχής θετική πίεση αεραγωγών (CPAP), η οποία είναι απλή και εξαιρετικά χαμηλού κόστους. Αυτή η μορφή θεραπείας περιλαμβάνει μηχάνημα το οποίο παράγει ροή αέρα μέσω μάσκας πάνω στη μύτη (ή στη μύτη και στο στόμα) σε πίεση η οποία ρυθμίζεται ώστε να κρατήσει το λαιμό ανοικτό κατά τη διάρκεια της νύχτας.  Για συνεχή οφέλη, πρέπει να χρησιμοποιείται κάθε νύχτα.  Άλλες επιλογές περιλαμβάνουν συσκευή που φοριέται μέσα στο στόμα ώστε να φέρει την κάτω γνάθο προς τα εμπρός ή, όπου υπάρχει ανάγκη, διενέργεια χειρουργικής επέμβασης για αφαίρεση των αμυγδαλών.

 

Επί του παρόντος δεν υπάρχουν φαρμακευτικές θεραπείες.

Νίκος Καρατζάς | Πνευμονολόγος

Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι πνευμονικών αγγειακών νόσων: πνευμονική εμβολή και πνευμονική υπέρταση.

Η πνευμονική εμβολή προκύπτει λόγω θρόμβων αίματος οι οποίοι εμποδίζουν τμήματα των αρτηριών στους πνεύμονες, συχνά έπειτα από θρόμβωση στις φλέβες του ποδιού ή αλλού.

Η πνευμονική υπέρταση προκαλείται από την υψηλή αρτηριακή πίεση στις πνευμονικές αρτηρίες, οι οποίες μεταφέρουν το αίμα από την καρδιά στους πνεύμονες. Μπορεί να βλάψει το δεξιό μέρος της καρδιάς καθιστώντας το ανίκανο να κυκλοφορεί αποτελεσματικά το αίμα σε όλο το σώμα. Μπορεί να οδηγήσει σε καρδιακή ανεπάρκεια και να αποβεί μοιραία.

 

Συμπτώματα

ΠΝΕΥΜΟΝΙΚH ΕΜΒΟΛH

Τα άτομα με πνευμονική εμβολή ενδέχεται να μην έχουν συμπτώματα, ή μπορεί να αντιμετωπίζουν οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

  • Δύσπνοια
  • Στηθάγχη
  • Βήχα
  • Βήχα με αίμα
  • Πυρετό
  • Ταχυκαρδία
  • Γρήγορη αναπνοή
  • Λιποθυμία

ΠΝΕΥΜΟΝΙΚH ΥΠEΡΤΑΣΗ

Τα συμπτώματα πνευμονικής υπέρτασης μπορεί να περιλαμβάνουν:

  • Δύσπνοια
  • Εξαιρετική κούραση (κόπωση)
  • Μειωμένη ικανότητα άσκησης
  • Στηθάγχη
  • Βήχα με αίμα
  • Βραχνάδα

 

Αιτίες

ΠΝΕΥΜΟΝΙΚH ΕΜΒΟΛH

Η πνευμονική εμβολή είναι συνήθως αποτέλεσμα θρόμβου αίματος στα πόδια ή την πύελο. Αυτός ο θρόμβος αίματος μπορεί να αποκοπεί και να κινηθεί κατά μήκος του φλεβικού συστήματος στις πνευμονικές αρτηρίες. Κάποιες ομάδες ατόμων διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης θρόμβων αίματος, όπως οι ηλικιωμένοι, άτομα που έχουν υποβληθεί σε ιατρική ή χειρουργική επέμβαση η οποία είχε ως αποτέλεσμα να παραμείνουν κλινήρεις για μεγάλες χρονικές περιόδους, άτομα με προηγούμενο ιστορικό θρόμβων αίματος και όσοι λαμβάνουν ορμονοθεραπεία και από του στόματος αντισυλληπτική θεραπεία.

ΠΝΕΥΜΟΝΙΚH ΥΠEΡΤΑΣΗ

Οι αιτίες πνευμονικής υπέρτασης ποικίλουν από τα γονίδια ενός ατόμου, άλλες υπάρχουσες ασθένειες ή σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν υπάρχει κάποια γνωστή αιτία (ιδιοπαθής).

Υπάρχουν πολλές διαφορετικές μορφές πνευμονικής υπέρτασης και κάθε μία αντιμετωπίζεται πολύ διαφορετικά.  Οι γιατροί ταξινομούν την πάθηση σε πέντε κύριες ομάδες:

  • Πνευμονική αρτηριακή υπέρταση (ΠΑΥ) που οφείλεταισε διάφορες αιτίες
  • Πνευμονική υπέρταση λόγω αριστερής καρδιακής ανεπάρκειας
  • Πνευμονική υπέρταση λόγω πνευμονικών παθήσεων ή έλλειψης οξυγόνου (υποξία)
  • Χρόνια θρομβοεμβολική πνευμονική υπέρταση, όπου τα αιμοφόρα αγγεία αποφράσσονταιή στενεύουν από θρόμβους αίματος
  • Πνευμονική υπέρταση με ασαφή αιτία ή διάφορα συμπτώματα πρόκλησης

 

Πρόληψη

ΠΝΕΥΜΟΝΙΚH ΕΜΒΟΛH

Μπορούν να χορηγηθούν προληπτικά φάρμακα, όπως η ηπαρίνη, για να μειωθεί η πιθανότητα θρόμβου αίματος και, κατ’ επέκταση, η πνευμονική εμβολή. Επιπλέον, μπορούν να χορηγηθούν φάρμακα αντι-βιταμίνης Κ έπειτα από πνευμονική εμβολή για μείωση του κινδύνου θρομβώσεων αίματος. Επί του παρόντος βρίσκονται σε εξέλιξη από του στόματος αντιπηκτικά φάρμακα, που μπορούν να συνταγογραφούνται εύκολα και απαιτούν λιγότερη παρακολούθηση.

ΠΝΕΥΜΟΝΙΚH ΥΠEΡΤΑΣΗ

Άτομα με μακροχρόνιες πνευμονικές παθήσεις πρέπει να υποβάλλονται σε οξυγονοθεραπεία για να αποτραπεί η εμφάνιση πνευμονικής υπέρτασης. Δεν υπάρχει γνωστή μέθοδος για πρόληψη της πνευμονικής αρτηριακής υπέρτασης.

 

Διάγνωση και θεραπεία

ΠΝΕΥΜΟΝΙΚH ΕΜΒΟΛH

Η πνευμονική εμβολή είναι συχνά δύσκολο να διαγνωστεί. Οι γιατροί βασίζονται στον εντοπισμό των συμπτωμάτων και στην εξέταση του ιατρικού ιστορικού του ασθενούς, μαζί με άλλες συνήθεις εξετάσεις όπως μία ακτινογραφία θώρακος ή ένα ηλεκτροκαρδιογράφημα.

Οι εξετάσεις για να ελεγχθεί κάποιος για την ασθένεια περιλαμβάνουν επίσης εξέταση αίματος, γνωστή ως Δ-διμερή, για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο πνευμονικής εμβολής και αξονική υπολογιστική τομογραφία (CT), αγγειογραφία, τεχνική απεικόνισης η οποία χρησιμοποιεί ακτίνες Χ, αξονική τομογραφία και μαγνητική τομογραφία (MRI).

Σε έκτακτη ανάγκη, εξέταση η οποία ονομάζεται υπερηχοκαρδιογράφημα παρά την κλίνη, η οποία χρησιμοποιεί υπερήχους για να δημιουργήσει εικόνες της καρδιάς, μπορεί να βοηθήσει στη διάγνωση της ΠΕ. Επιπρόσθετα, οι υπέρηχοι μπορούν να βοηθήσουν στον έλεγχο αν υπάρχει θρόμβος αίματος στις φλέβες του ποδιού ή της πυέλου, το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε ΠΕ.

Για τη θεραπεία της πνευμονικής εμβολής μπορούν να χρησιμοποιηθούν φάρμακα τα οποία είναι γνωστά ως αντιπηκτικά. Δύναται να παρασχεθεί συμπληρωματικό οξυγόνο σε άτομα που δυσκολεύονται να αναπνεύσουν. Τα θρομβολυτικά φάρμακα, τα οποία μπορούν να διαλύσουν τους θρόμβους στις πνευμονικές αρτηρίες, προτείνονται για τα άτομα που έχουν επίμονη καρδιακή ανεπάρκεια και υψηλό κίνδυνο ΠΕ. Σε περίπτωση που δεν κάνουν δουλειά αυτές οι θεραπείες, εναλλακτική επιλογή είναι η χειρουργική επέμβαση για αφαίρεση του θρόμβου.

ΠΝΕΥΜΟΝΙΚH ΥΠEΡΤΑΣΗ

Είναι δύσκολο να διαγνωστεί εγκαίρως η πνευμονική αρτηριακή υπέρταση (ΠΑΥ), καθώς πολλοί ασθενείς δεν έχουν καθόλου ή έχουν λίγα συμπτώματα ή απλά φαίνονται ανήμποροι. Η ΠΑΥ μπορεί να προκύψει σε οποιαδήποτε ηλικία, ωστόσο ο μέσος όρος (μέση) ηλικίας ενός ατόμου που διαγιγνώσκεται με ΠΑΥ είναι τα 50 έτη. Οι γιατροί βασίζονται σε ανάλυση των συμπτωμάτων ενός ατόμου και εξετάζουν και άλλους παράγοντες, όπως η ηλικία και οι υφιστάμενες συνθήκες. Πολλά άτομα πηγαίνουν στο γιατρό αργά στην πορεία της νόσου, με ενδείξεις δεξιάς καρδιακής ανεπάρκειας.

Όταν υπάρχει υποψία για τη νόσο, μπορούν να χρησιμοποιηθούν δυο διαδικασίες για να βοηθήσουν στη διάγνωση της πνευμονικής υπέρτασης. Η πρώτη, γνωστή ως ηχοκαρδιογράφημα, χρησιμοποιεί ηχητικά κύματα για να δημιουργήσει κινούμενη εικόνα της καρδιάς.  Η δεύτερη, γνωστή ως καθετηριασμός δεξιάς καρδιάς, αποτελεί επεμβατική διαδικασία όπου ένας λεπτός σωλήνας, γνωστός ως καθετήρας, εισάγεται εντός της δεξιάς καρδιάς ώστε να μετρήσει πόσο καλά αντλεί και στις πνευμονικές αρτηρίες για να μετρήσει την πίεση του αίματος.

Προγράμματα προληπτικού ελέγχου που βοηθούν στον εντοπισμό ατόμων που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο πνευμονικής υπέρτασης αποτελούν χρήσιμο τρόπο για έγκαιρη διάγνωση.

Δεν υπάρχει γνωστή θεραπεία για την πνευμονική υπέρταση, ωστόσο μπορούν να βοηθήσουν βασικά φάρμακα, όπως αντιπηκτικά ή συμπλήρωμα οξυγόνου. Ασθενείς με πνευμονική αρτηριακή υπέρταση μπορούν να υποβληθούν σε συγκεκριμένες θεραπείες, γνωστές ως προστακυκλίνες, ανταγωνιστές υποδοχέα ενδοθηλίνης ή αναστολείς φωσφοδιεστεράσης τύπου 5.

Εάν η πνευμονική υπέρταση οφείλεται σε χρόνια θρομβοεμβολική πάθηση, χειρουργική επέμβαση γνωστή ως πνευμονική ενδαρτηρεκτομή μπορεί να θεραπεύσει την ασθένεια εξαλείφοντας το θρόμβο και το υλικό ουλής στα αιμοφόρα αγγεία (αρτηρίες) των πνευμόνων.

Εάν η κατάσταση είναι σοβαρή, η μεταμόσχευση πνεύμονα μπορεί να αποτελεί επιλογή. Εάν πνευμονική υπέρταση συνδέεται με μακροχρόνιες καρδιακές ή πνευμονικές παθήσεις, συνιστάται θεραπεία της υποκείμενης ασθένειας.

Νίκος Καρατζάς | Πνευμονολόγος